Την ησυχία της διεκδικεί και ένα δικό της κόσμο

Η μια ομάδα (Βέλγιο) είναι στην πέμπτη θέση της κατάταξης FIFA, συγκροτείται από ποδοσφαιριστές που αγωνίζονται σε κορυφαίες ομάδες των σπουδαιότερων πρωταθλημάτων στην Ευρώπη, σφύζει από υγεία, δεν αντιμετωπίζει κανένα εσωτερικό (πραγματικό ή επικοινωνιακό) πρόβλημα, έχει την απόλυτη αποδοχή του λαού που εκπροσωπεί, δεν χρειάζεται να αποδεικνύει σε κάθε αγώνα τι είναι σε θέση να κάνει μέσα στο γήπεδο, ούτε να δίνει λογαριασμό στον κάθε πικραμένο των ΜΜΕ που βγάζει τα σώψυχα του γράφοντας ή λέγοντας ότι του κατέβει.
Η άλλη ομάδα (Ελλάδα) είναι κάπου μεταξύ των θέσεων σαράντα πέντε και εξήντα της κατάταξης FIFA, πέρασε μια καταστροφική διετία στη διάρκεια της οποίας διέλυσε ότι είχε πετύχει επειδή αποπειράθηκε, χωρίς κανένα λόγο, να αλλάξει την ουσία που την συνέχει, είναι ο βασικός σάκος του μποξ στις ανομολόγητες επιδιώξεις κάθε πικραμένου που επειδή δεν μπορεί να γράψει για την ομάδα που τον χαρτηζλικώνει ξεσπάει στην εθνική, εκπροσωπεί ένα λαό με μνήμη χρυσόψαρου, βιώνει καθημερινά την ιστορική ανάγκη ενός έθνους στον εξοστρακισμό όποιων ξεχωρίζουν, έγινε πειραματόζωο στα χέρια ανίκανων ψευτοϋπεύθυνων, προσπαθεί να επιβιώσει στις Συμπληγάδες της απόλυτης φανατίλας των επαγγελματιών της οπαδοφροσύνης. Τελευταία εκδοχή όλων των παραπάνω η διαπίστωση ανθρώπων μικρόνοων, ανίκανων, ιδεοληπτικών, δύο μόλις μέρες πριν τον αγώνα, ότι κοστίζει πολλά η παραμονή των διεθνών ποδοσφαιριστών στο ξενοδοχείο που έχουν επιλέξει να διαμένουν όταν συγκεντρώνονται.
Στην (ανύπαρκτη) δικαιοσύνη του ποδοσφαίρου ο αγώνας θα έπρεπε να λήξει με τρία (ίσως και παραπάνω) γκολ διαφορά υπέρ του Βελγίου, παρά το γεγονός ότι κατέγραφε σημαντικές ελλείψεις (Αζάρ, Ντε Μπρόϊνε). Οι σχετικές εκτιμήσεις εκεί κατέληγαν ερμηνεύοντας τα σημάδια με βάση τη λογική, όπως αυτή αποτυπώνεται στις εκτιμήσεις των δεδομένων.
Το ποδόσφαιρο όμως είναι ο απόλυτος παραλογισμός. Τίποτε δεν ερμηνεύεται με βάση τα δεδομένα, ελάχιστες επιβεβαιώνονται από τις προβλέψεις, ισχυρότατοι ψυχολογικοί παράγοντες επιδρούν στην εξέλιξη του αγώνα, τυχαίες εξελίξεις διαμορφώνουν θετικά ή αρνητικά τις αγωνιστικές ισορροπίες ... και στο τέλος αποδεικνύεται πολύ μεγάλη υπόθεση η διαχείριση του αγώνα με βάση όχι απλά ένα πλάνο, αλλά μια απόφαση ζωής για την συγκεκριμένη συγκυρία. Είναι τότε που ο ταλαιπωρημένος φτωχός συγγενής αποφασίζει ότι δεν του φτάνουν "περασμένα μεγαλεία", δεν έχει καμία διάθεση "να τα διηγείται και να κλαίει", θέλει φρέσκα κουλούρια ο κουλουράς και βρίσκει, ψάχνοντας πριν και πάνω από όλα βαθιά στον ίδιο του τον εαυτό, το δρόμο για να σταθεί όρθιος και να διεκδικήσει τη μοίρα του με τους δικούς του όρους. Αυτούς που "του πάνε", που τον βολεύουν, που τους γνωρίζει σαν το πετσί του, που ξέρει να τους κουμαντάρει.
Αυτή είναι η εθνική ομάδα. Στο δικό της κουστούμι είναι σε θέση να κερδίσει οποιονδήποτε στον πλανήτη. Αν κάποιος θέλει να της το αλλάξει γίνεται πρώτης τάξεως τσίρκο και βγάζει στην επιφάνεια όλα τα κουσούρια της φυλής. Γι΄αυτό όσο λιγότεροι ασχολούνται μαζί της τόσο το καλύτερο.
Της αρέσει το επικοινωνιακό περιθώριο. Το αναζητάει. Λίγες και καλές κουβέντες, μια-δυο φωτογραφίες και τέλος. Όταν ανοίγεται πολύ το χάνει το έργο κι αρχίζουν τα γνωστά νεοελληνικά πλακώματα χωρίς κανένα λόγο. Λες και θέλει πολύ ο Έλληνας για να πλακωθεί με τον διπλανό του... Μια θέση στην ουρά φτάνει.
Αυτή η εθνική διεκδικεί από όλους κάτι πολύ απλό. Να την αφήσουμε στην ησυχία της. Αυτή, ο Γερμανός της, δυο-τρεις έμπιστοι άνθρωποι, ησυχία στην αποστολή, μακριά από στημένες διαπιστώσεις για; το κόστος διαμονής στο ξενοδοχείο στις οποίες ειδικεύονται κάτι πουλημένα τομάρια της επικοινωνίας και αναμονή.
Ο καιρός των επιτυχιών θα φανεί και πάλι. Υπομονή.

Υ.Γ. Αλήθεια, αυτόν τον Γερμανό που ανασυγκροτεί την εθνική ομάδα, που της ξαναδίνει την εικόνα συνόλου με αρχή, μέση και τέλος, που σχεδιάζει το αγωνιστικό πλάνο, που πλακώνεται και για τον διαιτητή αν πρέπει, που, τέλος πάντων, είναι κανονικός προπονητής ποιος κακός, ψυχρός κι ανάποδος, ποιος εγκληματίας, ποιος καταστροφέας του ελληνικού ποδοσφαίρου, ποιος κακουργηματικά διωκόμενος (πέντε-έξι φορές), ποιος "γκρανκάσας" τον έφερε στην ΕΠΟ., τον στήριξε, του έδωσε όλες τις προϋποθέσεις να εργαστεί και σταδιακά να αρχίσει να αποδίδει;