Επισημάνσεις για μια μελέτη και τρεις προτάσεις (Νο 2)

 *** Ο αριθμός των ομάδων που μπορεί να κινητοποιήσει το τηλεοπτικό κοινό είναι εξαιρετικά μικρός για να επενδύσει κανείς πάνω του μια διαδικασία ανάδειξης του πρωταθλητή μέσω «τηλεοπτικής διεξαγωγής των αγώνων», καθώς η προφανής και συνεχής επανάληψη αγώνων των ίδιων ομάδων θα οδηγούσε, με μαθηματική ακρίβεια, στην υπερ-προσφορά, άρα στον συνακόλουθο κορεσμό.

*** Σε πολύ μικρό αριθμό χωρών το πρωτάθλημα και ο τρόπος διεξαγωγής του υπακούει απολύτως στην τηλεοπτική δικτατορία και διαμορφώνει, μέσω των αγώνων των play off, την τελική βαθμολογική κατάταξη.


*** Είναι, δε, εξόχως περίεργο που στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων τις οποίες εξαγγέλουν ή και ικανοποιούν, υπό την πίεση των δανειστών, οι ελληνικές κυβερνήσεις κανείς δεν σκέφθηκε να περιλάβει και τις αναγκαίες εκείνες αλλαγές στη δομή, την οργάνωση και τη λειτουργία του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Ο λόγος είναι εξαιρετικά απλός όσο και ελληνικός.


*** Ήταν μονόδρομος οι σημερινές εξελίξεις και όσοι δείχνουν έκπληκτοι είναι εκείνοι που παρίσταναν, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, όλα αυτά τα χρόνια τους επενδυτές και τους ιδιοκτήτες σε ένα χώρο που επιβεβαίωνε καθημερινά την σκληρή και συστηματική πρόσδεση του, ως ξενιστής, σε ένα τρίτο χρηματοδότη.

Κι επειδή πολύς λόγος έγινε, τόσο για την διαδικασία ανάδειξης του πρωταθλητή όσο και για τους όρους και τις προϋποθέσεις που αυτή πρέπει να καλύπτει, για να θεωρείται επαρκής, ιδού μερικές σκέψεις για ένα διαφορετικό (και προφανώς περισσότερο ανταγωνιστικό) ποδοσφαιρικό – τηλεοπτικό προϊόν.
Εννοείται πως όλες οι σκέψεις κατατίθενται με πεδίο αναφοράς μια συγκεκριμένη χώρα (Ελλάδα) με δεδομένη, γνωστή και σε κάκιστη κατάσταση οικονομική δραστηριότητα, συγκεκριμένο αριθμό αποδεκτών του παραγόμενου τηλεοπτικού προϊόντος και εύκολα προβλεπόμενες προοπτικές οικονομικής ανάκαμψης.
Γιατί, όπως είπε και ο Μάρξ και τον έκαναν άγαλμα, σε «τελευταία ανάλυση» … όλα είναι οικονομία.

α. Το παραγόμενο σε μια χώρα και οικονομία τηλεοπτικό προϊόν μπορεί εύκολα να τεθεί υπό σοβαρή αμφισβήτηση, ως προς την αποδοχή του, εάν συνδυαστεί με συνθήκες υπερ-προσφοράς, εξέλιξη εξαιρετικά πιθανή σε μια σχέση τηλεόρασης – πρωταθλήματος ετεροβαρή υπέρ του τηλεοπτικού φορέα.
Ο λόγος; Η προφανής ανάγκη της τηλεόρασης να ζητάει κάθε φορά περισσότερη αγωνιστική δραστηριότητα για να καλύπτει προγραμματικές ανάγκες, χωρίς να είναι σε θέση να υπερασπιστεί, κάτω από την αδήριτη ανάγκη για προϊόν, τις ανάγκες μιας ισορροπημένης σχέσης μεταξύ της αγωνιστικής δραστηριότητας και των ζωντανών (για τις μαγνητοσκοπημένες ουδείς λόγος) τηλεοπτικών μεταδόσεων.
β.  Το ελληνικό επαγγελματικό πρωτάθλημα δεν διαθέτει, με τις καλύτερες δυνατές εξελίξεις, περισσότερες από 4-5 ομάδες οι αναμετρήσεις των οποίων είναι σε θέση να προσλαμβάνονται από το τηλεοπτικό κοινό ως « γεγονός» ικανό να κινητοποιήσει τηλεοπτικές πληθυσμιακές ομάδες πέραν του συνηθισμένου, άρα να διαμορφώσει συνθήκες μαζικής μετακίνησης τηλεθεατών προς παρακολούθηση του ποδοσφαιρικού γεγονότος. Ο αριθμός αυτός είναι εξαιρετικά μικρός για να επενδύσει κανείς πάνω του μια διαδικασία ανάδειξης του πρωταθλητή μέσω «τηλεοπτικής διεξαγωγής των αγώνων», καθώς η προφανής και συνεχής επανάληψη αγώνων των ίδιων ομάδων θα οδηγούσε, με μαθηματική ακρίβεια, στην υπερ-προσφορά, άρα στον συνακόλουθο κορεσμό.
γ. Σε πολύ μικρό αριθμό χωρών το πρωτάθλημα και ο τρόπος διεξαγωγής του υπακούει απολύτως στην τηλεοπτική δικτατορία και διαμορφώνει, μέσω των αγώνων των play off, την τελική βαθμολογική κατάταξη. Μια πρόχειρή συγκριτική μελέτη με τα θετικά και αρνητικά αυτού του τρόπου διεξαγωγής των πρωταθλημάτων δεν ικανοποιεί ούτε κατ΄ελάχιστο έστω και τις μικρότερες των επιδιώξεων όσων τον προτείνουν.
δ. Σε κάθε στοιχειωδώς σοβαρή χώρα (άρα και οικονομία) το πρωτάθλημα (και όλες οι διοργανώσεις) διεξάγεται σε σύγχρονα γήπεδα, που είναι αυτόνομες οικονομικές μονάδες και παράγουν ορατό οικονομικό προϊόν, με θεατές-πελάτες στις γεμάτες εξέδρες, χωρίς αστείες διοικητές απαγορεύσεις μετακίνησης φιλάθλων που ικανοποιούν μόνο την τάση της αστυνομίας να εισπράττει ανέξοδα το 10% των τηλεοπτικών συμβάσεων και με επιβεβαιωμένο κάθε εβδομάδα το όραμα της ανάπτυξης και εξέλιξης του ποδοσφαιρικού θεάματος ενώπιον του ανάλογου κοινού, που το υποστηρίζει και το χρηματοδοτεί.
ε. τα πρωταθλήματα για να είναι ανταγωνιστικά απαιτούν σοβαρές επιχειρηματικές πρωτοβουλίες που οδηγούν σε οικονομικά ανθηρές επιχειρήσεις ποδοσφαιρικού θεάματος, με σταθερό και επαρκές θεσμικό πεδίο επενδύσεων (τόσο στην υποδομή όσο και στο ανθρώπινο δυναμικό) και ανταγωνισμό ενταγμένο στο επιχειρηματικό ρίσκο μέσα σε ρυθμισμένο κανονιστικό πλαίσιο.

Αποτελεί κορυφαία επιλογή και πολιτική όσων επιθυμούν να επενδύσουν στην ορθολογική ανάπτυξη του ελληνικού ποδοσφαίρου η αναδιάρθρωση εκ βάθρων του θεσμικού πλαισίου που σήμερα το διέπει.
Είναι, δε, εξόχως περίεργο που στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων τις οποίες εξαγγέλουν ή και ικανοποιούν, υπό την πίεση των δανειστών, οι ελληνικές κυβερνήσεις κανείς δεν σκέφθηκε να περιλάβει και τις αναγκαίες εκείνες αλλαγές στη δομή, την οργάνωση και τη λειτουργία του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Ο λόγος είναι εξαιρετικά απλός όσο και ελληνικός.
Η κυριαρχία όλα τα περασμένα χρόνια στην ελληνική κοινωνία και οικονομία (κυρίως στη δεύτερη με προφανείς τις επιδράσεις στην πρώτη) μιας ιδιόμορφης εκδοχής του σοβιετικού μοντέλου της «κεντρικής διαχείρισης της οικονομίας» ( τα πενταετή πλάνα και οι σταχανοβίτες έλειπαν μόνο) στράγγιξε σιγά-σιγά κάθε διάθεση και επιθυμία για επένδυση στον πολύπαθο χώρο του επαγγελματικού ποδοσφαίρου.
Οι κάθε είδους «επενδυτές» (ακόμη και αυτοί εκτός εισαγωγικών) βολεύτηκαν στην αρχή με την κρατική (μέσω κρατικού ΟΠΑΠ) εκδοχή του αθλήματος κι όταν αυτή στέρεψε ανακάλυψαν την τηλεοπτική εκδοχή της ανέξοδης χρηματοδότησης.
Καμία ανάγκη για ίδια κεφάλαια και επενδύσεις, κανείς σχεδιασμός για κίνητρα και ελαφρύνσεις, καμία διάθεση για οικονομική ανάπτυξη, μέσω επιχειρηματικού ρίσκου, στο πλαίσιο ενός αναγκαίου, απολύτως, καπιταλισμού.
Ήταν μονόδρομος οι σημερινές εξελίξεις και όσοι δείχνουν έκπληκτοι είναι εκείνοι που παρίσταναν, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, όλα αυτά τα χρόνια τους επενδυτές και τους ιδιοκτήτες σε ένα χώρο που επιβεβαίωνε καθημερινά την σκληρή και συστηματική πρόσδεση του, ως ξενιστής, σε ένα τρίτο χρηματοδότη.
Σήμερα ζούμε τις τελευταίες εκλάμψεις της τακτικής αυτής για λόγους που, σε κάθε περίπτωση, διαφέρουν από ΠΑΕ σε ΠΑΕ, αλλά έχουν ένα κοινό παρανομαστή. Το τέλος των χρηματοδοτών με τη μορφή που έγιναν γνωστοί τα προηγούμενα χρόνια.
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, οι ανάγκες οδηγούν στην πλήρη ανακατασκευή του μοντέλου με άλλους προσανατολισμούς, άλλες προτεραιότητες και με όραμα, κάθε παρέμβασης που θα επιχειρηθεί, να λειτουργήσει στο ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο έστω και μια αρχετυπική μορφή καπιταλισμού.
Μην γελάτε καθόλου. Σε αυτή τη διαδικασία βρίσκεται το ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο.
Τώρα αναγκάζεται να ανακαλύψει την καπιταλιστική λογική του κέρδους μέσω της επένδυσης, άρα να διεκδικήσει το δικό του επιχειρηματικό όραμα.